-
1 λόγχη
λόγχη, ἡ, die Lanzenspitze, das spitzige Eisen vorn am Wurfspieße, der Schaft hieß ξυστόν; κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός, Soph. Trach. 853; Her. 1, 52. 7, 69; εἶχον αἰχμὰς μικράς, λόγχαι δ' ἐπῆσαν μεγάλαι, wo mit αἰχμή die ganze Lanze bezeichnet ist, 78; χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pind. N. 10, 60; übh. Lanze, Speer, ἀλεξίμβροτος, 8, 30; Tragg., δορικράνου λόγχης ἰσχύς Aesch. Pers. 145, Δωρίδος λόγχας ὕπο 803; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα Soph. Ant. 119, öfter, wie Eur., auch eine Schaar Lanzenträger; ἠκονῶντο λόγχας καὶ μαχαίρας Xen. Hell. 7, 5, 20; Sp. Sprichwörtlich οὐκ ἐκ ϑύμβρας λόγχη γίνεται, Ath. V, 187 b.
-
2 τόξον
τόξον, τό,A bow, Il.4.124, etc.: freq. in pl. τόξα for sg., , al., cf. Pi.P.3.101, S.Ph. 654; sts. in Prose, Heraclit. 51, Hdt.2.106, PEleph.5.8 (iii B. C.); ἐτιταίνετο.. τόξα drew the bow, Il.5.97; alsoτόξον τιταίνει B.9.43
; τόξον ἕλκετ' (v.l. εἷλκεν) Il.11.582;τόξου πῆχυν ἀνέλκειν 13.583
; τόξον τείνειν, ἐντείνειν, A.Ag. 364 (anap.), Fr.83;τ... ἐντανύσαι Od.21.245
, cf. Hdt.2.173;κυκλοτερὲς μέγα τ. ἔτεινε Il.4.124
, cf. E.Ba. 1066; τόξου ῥῦμα (i.e. the Persians, the bow being an oriental weapon), opp. λόγχης ἰσχύς (i.e. the Greeks), A.Pers. 147 (anap.).3 bowmanship, archery,τόξων ἐῢ εἰδώς Il.2.718
, al.;τόξοισιν πίσυνος 5.205
, cf. 13.716;ἡ τέχνη τῶν τ. Hdt.1.73
;πρὸς τόξου κρίσιν S.Tr. 266
; τόξῳ (sc. νικῶν) SIG1061.10 (Samos, ii B. C.).II in pl. also, bow and arrows,τόξα πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα Il.21.502
, cf. Hdt.3.78, S.Ph.68, al.; sts. in pl. for the arrows only, ib. 652, Pl.Lg. 815a.III metaph., τόξα ἡλίου its rays, E.HF 1090; ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες, of the effects of wine, Pi.Fr. 218;τόξον μερίμνης Trag.Adesp.354
; κότταβος.. ὃν σκοπὸν ἐς λατάγων τόξα καθιστάμεθα for shooting of liquor from the cup, Critias 2.2.2 arch, AP9.694.3 curved support, cradle used in amputations, Archig. ap. Orib.47.13.6; part of a carriage or cart, PPetr.2p.133, 3p.144 (iii B. C.). -
3 ῥῦμα
1 τόξου ῥ., i.e. the Persian archers, opp. λόγχης ἰσχύς, i.e. the Greek spearmen, A.Pers. 147 (anap.); ἐκ τόξου ῥύματος from the distance of a bow- shot, X.An.3.3.15;ἐς τόξου ῥ. Eun.Hist.p.271D.
------------------------------------
См. также в других словарях:
δορίκρανος — δορίκρανος, ον (Α) «δορικράνου λόγχης ἰσχύς» η δύναμη τής αιχμηρής λόγχης … Dictionary of Greek
ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… … Dictionary of Greek