Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λόγχης ἰσχύς

См. также в других словарях:

  • δορίκρανος — δορίκρανος, ον (Α) «δορικράνου λόγχης ἰσχύς» η δύναμη τής αιχμηρής λόγχης …   Dictionary of Greek

  • ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»